- ἐκφύσεων
- ἐκφύσεω̆ν , ἔκφυσιςgrowing outfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θύλλωση — Ονομασία διαφόρων ασθενειών των φυτών. Κοινά χαρακτηριστικά των ασθενειών αυτών είναι ο σχηματισμός κολλώδους ουσίας και θυλλίδων (κυστοειδών εκφύσεων) στα αγγεία του ξύλου. Οι θυλλίδες φράζουν τα αγγεία και τις τραχεΐδες, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek